κραδία

κραδία
κραδίᾱ , καρδία
heart
fem nom/voc/acc dual
κραδίᾱ , καρδία
heart
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
κραδίᾱ , κραδίας
curdled with fig-juice
masc nom/voc/acc dual
κραδίας
curdled with fig-juice
masc voc sg
κραδίᾱ , κραδίας
curdled with fig-juice
masc voc sg (attic)
κραδίᾱ , κραδίας
curdled with fig-juice
masc gen sg (doric aeolic)
κραδίας
curdled with fig-juice
masc nom sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κραδία — κραδία, ἡ (Α) (δωρ. τ.) η καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καρδία] …   Dictionary of Greek

  • κραδίᾳ — κραδίαι , καρδία heart fem nom/voc pl κραδίᾱͅ , καρδία heart fem dat sg (attic doric aeolic) κραδίαι , κραδίας curdled with fig juice masc nom/voc pl κραδίᾱͅ , κραδίας curdled with fig juice masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραδίας — κραδίᾱς , καρδία heart fem acc pl κραδίᾱς , καρδία heart fem gen sg (attic doric aeolic) κραδίᾱς , κραδίας curdled with fig juice masc acc pl κραδίᾱς , κραδίας curdled with fig juice masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραδίαν — κραδίᾱν , καρδία heart fem acc sg (attic doric aeolic) κραδίᾱν , κραδίας curdled with fig juice masc acc sg (attic epic doric aeolic) κραδίας curdled with fig juice masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραδίαι — καρδία heart fem nom/voc pl κραδίᾱͅ , καρδία heart fem dat sg (attic doric aeolic) κραδίας curdled with fig juice masc nom/voc pl κραδίᾱͅ , κραδίας curdled with fig juice masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… …   Dictionary of Greek

  • κραδιαίος — (I) κραδιαῑος, αία, ον (Α) [κραδία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρδιά («κραδιαῑόν τι λόχευμα», Συνέσ.). (II) κραδιαῑος, αία, ον (Α) [κράδη] κατασκευασμένος από ξύλο συκιάς …   Dictionary of Greek

  • λακτίζω — (AM λακτίζω) 1. χτυπώ με το πόδι, ιδίως με τη φτέρνα, χτυπώ με λακτίσματα, κλοτσώ («βοῡς ὁ λακτίσας ὑμᾱς», Ηρώνδ.) 2. μτφ. εκδιώκω κάποιον, περιφρονώ κάποιον μσν. (για ιππέα) παροτρύνω τον ίππο χτυπώντας τον με τον πτερνιστήρα ή με τη φτέρνα αρχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”